Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΝΑΜΝΗΣΕΙΣ ΚΑΡΔΙΑΣ


Κάποιες παλιές, γλυκές αναμνήσεις.
Καρδιά μου το ξέρω πως θες να κρατήσεις
Γιατί είσαι μαζί τους σφιχτά ζυμωμένη
Αγάπης φιγούρες που σ’ έχουν δεμένη

Τα πρώτα σκιρτήματα, αγγίξαν δειλά
Στα πρώτα τα βήματα, της καρδιάς σου τα φύλλα
Ανέμελος έρωτας γεμάτο ζωή
Που η σκέψη του φέρνει, γλυκιά ανατριχίλα.

Ήτανε τότε, σταγόνες με βάλσαμο
Στη φλόγα που σ’ έκαιγε της εφηβείας
Και τώρα που ήρθαν τα ώριμα χρόνια
Την δίψα δεν έσβησαν της νοσταλγίας

Ακόμα κι ο πόνος ενός χωρισμού
Μπορεί να βγαίνει μέσ’ απ τα στήθη
Μ’ ένα χαμόγελο που αχνά ζωγραφίζεται
Γιατί δεν πέρασε ποτέ του στην λήθη

Κι αν τότε σε πόνεσε και στάλαξε πίκρα
Και δάκρυ ατέλειωτο τον είχες ποτίσει
Σήμερα νιώθεις βαθιά ευτυχισμένη
Για κείνα τα όνειρα που εσύ είχες ζήσει.

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΕΡΩΤΑΣ

Ο δικός μας έρωτας δεν γνώρισε παράδεισο Γκρεμιστηκε τσακιστηκε και έπεσε στην άβυσσο Ο δικός μας έρωτας δεν έπιασε λιμάνι Πάλεψε με τα κύματα την φουσκοθαλασσιά Και χάθηκε στο πέλαγος μια βροχερή νυχτιά Μην κοιτάζεις τώρα πίσω Μην προσμένεις να γυρίσω Αν ραγίσει το γυαλί Αν παγώσει το φιλί Η καρδιά αλλάζει ρότα Δεν χτύπάει όπως πρώτα

ΧΑΜΕΝΗ ΠΑΡΤΙΔΑ

Κρεμάστηκε στα χειλη η αγάπη Και του ονείρου έσπασε η κλωστή Χάθηκε του πόθου η λαχτάρα Και  του φιλιου σου η ανάσα η ζεστή Μάδησε ο έρωτας σαν μια μαργαρίτα Και έσβησε η φλόγα του κορμιού Πήρε μακρυά τ άστέρια της η νύχτα Και η φωνή...σαν  πληγωμένου αγριμιού Φόρεσε κουρέλια η χαρά Και ματωμένο τριαντάφυλλο στο στήθος Την μοναξιά  της πέρα δώθε τριγυρνά Μέσα στο ανώνυμο το πλήθος Μίσεψε το πάθος ..., Αποχωρισμός Σαν μεταναστης που άλλαξε πατρίδα Σφάλισαν τα βλέφαρα του νου Απόφαση.....Ναι!  Χαθηκε η παρτίδα!!! ΝΤΟΡΑ ΜΑΝΑΤΑΚΗ

ΣΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΤΗΝ ΡΕΜΒΗ

Μενεξεδί   το χρώμα, στ’ ουρανού το μπαλκόνι Μα εγώ νιώθω μόνη  – μοναξιά που πληγώνει - Αγναντεύω το δείλι, γλυκιά μέρα τ’ Απρίλη Περιμένω η νύχτα την μορφή σου να φέρει Στων ονείρων την ρέμβη και οι δυό χέρι χέρι Να βρεθούμε και πάλι, σε γαλάζιο ακρογιάλι Ανοιξιάτικα ρόδα, μυρωδιές μέντα, δυόσμος -τι μικρός ειν’ ο κόσμος- στην ψυχή είχα φυτέψει, πριν μακριά μου σε κλέψει και σε κάνει έν’ αστέρι, κάποιου αγγέλου το χέρι!