Μετάβαση στο κύριο περιεχόμενο

ΑΧ! ΤΙ ΕΧΕΙΣ ΠΆΘΕΙ ΓΙΑΝΝΗ Μ'…..



-Εχθές το βράδυ Γιάννη μου/ νομίζω ότι είδα…
-Χμ! τι μου ετοίμασες μωρ’ συ / δεν πέφτω στην παγίδα!

-Να βρε Γιαννάκη κοίτα δω, / δεν βλέπεις ρυτιδούλες;
Κάτω απ’ τα μάτια έκανα / και δυό μικρές σακούλες.

-Μία χαρά σε βλέπω εγώ / και τίποτα δεν έχεις
Πάλι σε ξεμυαλίσαμε / στα Ινστιτούτα τρέχεις;

-Αμάν βρε Γιάννη τίποτα/ πια δεν καταλαβαίνεις
Μία χαρά σου ζήτησα / να δώσεις της καημένης.

-Χαρά την λες εσύ αυτή; Εγώ την λέω χρήμα
Και μην ζητήσεις ούτε
cent / γιατί λυπάμαι….κρίμα!!!! 

-Τσιγκούνη Γιάννη πρόσεξε / θα μπεις σε καραντίνα
Και θα κοιμάσαι μόνος σου / πιο πάνω κι από μήνα

-Τι εννοείς γυναίκα μου; / θαρρώ με φοβερίζεις!
- Αλήθεια λέω Γιάννη μου, /και κάνε ότι νομίζεις!

-Μπα… δεν… θαρρώ… ίσως… μπορεί… / Αχ! Πως με φέρνεις τούμπα
 
Και για ότι σου ‘ρθει στο μυαλό, / πέφτω εγώ στην λούμπα.

-Έτσι σε θέλω Γιάννη μου /
large και ανοιχτοχέρη
Αν η γυναίκα έχει ανθούς, / ξέρει και τους προσφέρει

Αν όμως είναι Γιάννη μου / σαν μαραμένο…..
άστα!
Ο άντρας ψάχνει λούλουδα / σ’ άλλη ανθισμένη γλάστρα!!!

Σχόλια

Δημοφιλείς αναρτήσεις από αυτό το ιστολόγιο

Ο ΔΙΚΟΣ ΜΑΣ ΕΡΩΤΑΣ

Ο δικός μας έρωτας δεν γνώρισε παράδεισο Γκρεμιστηκε τσακιστηκε και έπεσε στην άβυσσο Ο δικός μας έρωτας δεν έπιασε λιμάνι Πάλεψε με τα κύματα την φουσκοθαλασσιά Και χάθηκε στο πέλαγος μια βροχερή νυχτιά Μην κοιτάζεις τώρα πίσω Μην προσμένεις να γυρίσω Αν ραγίσει το γυαλί Αν παγώσει το φιλί Η καρδιά αλλάζει ρότα Δεν χτύπάει όπως πρώτα

ΧΑΜΕΝΗ ΠΑΡΤΙΔΑ

Κρεμάστηκε στα χειλη η αγάπη Και του ονείρου έσπασε η κλωστή Χάθηκε του πόθου η λαχτάρα Και  του φιλιου σου η ανάσα η ζεστή Μάδησε ο έρωτας σαν μια μαργαρίτα Και έσβησε η φλόγα του κορμιού Πήρε μακρυά τ άστέρια της η νύχτα Και η φωνή...σαν  πληγωμένου αγριμιού Φόρεσε κουρέλια η χαρά Και ματωμένο τριαντάφυλλο στο στήθος Την μοναξιά  της πέρα δώθε τριγυρνά Μέσα στο ανώνυμο το πλήθος Μίσεψε το πάθος ..., Αποχωρισμός Σαν μεταναστης που άλλαξε πατρίδα Σφάλισαν τα βλέφαρα του νου Απόφαση.....Ναι!  Χαθηκε η παρτίδα!!! ΝΤΟΡΑ ΜΑΝΑΤΑΚΗ

ΣΤΩΝ ΟΝΕΙΡΩΝ ΤΗΝ ΡΕΜΒΗ

Μενεξεδί   το χρώμα, στ’ ουρανού το μπαλκόνι Μα εγώ νιώθω μόνη  – μοναξιά που πληγώνει - Αγναντεύω το δείλι, γλυκιά μέρα τ’ Απρίλη Περιμένω η νύχτα την μορφή σου να φέρει Στων ονείρων την ρέμβη και οι δυό χέρι χέρι Να βρεθούμε και πάλι, σε γαλάζιο ακρογιάλι Ανοιξιάτικα ρόδα, μυρωδιές μέντα, δυόσμος -τι μικρός ειν’ ο κόσμος- στην ψυχή είχα φυτέψει, πριν μακριά μου σε κλέψει και σε κάνει έν’ αστέρι, κάποιου αγγέλου το χέρι!